-
1 δρόμος
a race δέμας ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος, Hieron's racehorse) O. 1.21τὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε τᾶν Ὀλυμπιάδων ἐν δρόμοις Πέλοπος, ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται ἀκμαί τ' ἰσχύος θρασύπονοι O. 1.94
χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον sc. Erginos O. 4.22 πενταέθλῳ ἅμα σταδίου νικῶν δρόμον sc. Xenophon O. 13.30Ἀλεξίδαμος ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον P. 9.121
ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23
b racecourseδωδεκάγναμπτον περὶ τέρμᾰ δρόμου ἵππων O. 3.33
Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ P. 1.32
χαλκὸν ὅν τε Κλείτωρ καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δ' ρόμῳ N. 10.48
ἐν γναμπτοῖς δρόμοις I. 1.57
c turn of the race, roundπερὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν O. 6.75
ποδαρκέων δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (Thiersch: δ(υ)ωδεκαδρομον, -δρόμων codd.: v. ποδαρκέω) P. 5.33d course met. — αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι (τὴν τῶν πληγῶν ὁρμήν τε καὶ σπουδὴν πληγῶν δρόμον φησίν, ἵνα λέγῃ τὸ παγκράτιον. Σ) I. 5.60 ὀρθῷ δρόμῳ fr 1a. 5. -
2 στάδιον
στάδιον [pron. full] [ᾰ], Argive [full] σπάδιον (q.v.), τό: pl. στάδια and heterocl. στάδιοι; Hdt. uses both,Aστάδιοι 1.26
, 2.149, 158, al.,στάδια 4.101
, 5.53, 9.23, al.; so Th. in the same chapter (7.78 ) has στάδια once and σταδίους twice; (lyr.), Ar.Av.6, Antiph.100, Pl.Phdr. 229c; , Pl.Criti. 113c, 117e, PCair.Zen. 388.6 (iii B.C.), etc.; the sg. masc. is not found:I as a standard of length, stade,= 100 ὀργυιαί or 6 πλέθρα (Hdt.2.149), i.e. 600 Greek, 606 3/4 English feet, about 1/8 of a Roman mile, Plb.3.39.8, 34.12.4, cf. Plin.HN2.85, Hero *Deff.131; a longer stade, of which there were 7 1/2 in a Roman mile, is implied by D.C.52.21.2 metaph., ἑκατὸν σταδίοισιν ἄριστος 'best by a hundred miles', Ar. Nu. 430;πλεῖν ἢ σταδίῳ λαλίστερα Id.Ra.91
.II race-course, IG22.677.3, etc. (because the most noted, that of Olympia, was exactly a stade long): prop. a single course, opp. δίαυλος, Pi.O.13.37, IG22.2313.23, SIG1067.9 (Rhodes, ii B.C.), etc.;σταδίου δρόμος Pi.O. 13.30
; γυμνὸν ς., opp. ὁπλίτης δρόμος, Id.P.11.49;ὠκύτερον σταδίου Thgn.1306
; ἀγωνίζεσθαι ς. run a race, Hdt.5.22;ἁμιλλᾶσθαι Pl.Lg. 833a
;νικᾶν X.HG1.2.1
, cf. Pi.N.8.16; ; of the building, IG22.351.16, 677.3, PRyl.93.16 (iii A.D.), etc.; ἐν σταδίοις, i.e. in the amphitheatre, CIG 4377 ([place name] Sagalassos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στάδιον
-
3 στάδιον
στάδιον, τό, auch στάδιος, ὁ, bes. im plur., eigtl. das Feststehende, bes. eine feststehende bestimmte Länge, eine Strecke von 610 griech. od. 625 röm. Fußen, od. 125 Schritten, 49 Ruthen rheinl., Her. 2, 149; 8 Stadien sind etwas mehr als eine röm. Meile, 40 Stadien ungefähr eine deutsche od. geographische Meile; Ar. sagt komisch ἑκατὸν σταδίοισιν ἄριστος, Nubb. 429, u. Εὐριπίδου πλεῖν ἢ σταδίῳ λαλίστερα, Ran. 91. – Die Rennbahn (denn die Rennbabn in Olympia war gerade ein Stadium lang); σταδίου τόνος, Pind. Ol. 11, 64; δρόμος, 13, 30; τιμά, ib. 37; γυμνὸν ἐπὶ στάδιον, wo man nackt lief, P. 11, 49 I. 1, 23; ἀγωνιζόμενος στάδιον, wettlaufend, Her. 5, 22, ὁ τὸ στάδιον ἁμιλλησόμενος, Plat. Legg. VIII, 833 a, στάδιον ἀγωνίζεσϑαι, Xen. An. 4, 8, 27; u. häufig τὸ στάδιον ἐνίκα Εὐβότας, Hell. 1, 2, 1. – Unbeweglichkeit, Festigkeit, Sp.
См. также в других словарях:
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek